- εγχειρήσιμος, -η
- -ο (ιατρ.), που μπορεί να εγχειρηθεί, ο χειρουργήσιμος: Εγχειρήσιμος όγκος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εγχειρήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί ή είναι σε θέση να εγχειριστεί … Dictionary of Greek